πυγόπους

πυγόπους
(κόλυμβος ο λοφιοφόρος – colymbus cristatus). Στεγανόποδο πτηνό της οικογένειας των κολυμβιδών, της τάξης των κολυμβομόρφων, της οποίας είναι ο μεγαλύτερος και πιο τυπικός εκπρόσωπος. Το πουλί αυτό, μήκους κατά μέσο όρο 53 εκ., έχει ογκώδη κορμό και πολύ κοντές πτέρυγες (το άνοιγμά τους δεν ξεπερνά τα 85 εκ.). Το φτέρωμα, θεαματικότερο στα αρσενικά παρά στα θηλυκά, περιλαμβάνει δυο λοφία με ανορθούμενα φτερά στα πλευρά της κεφαλής και ένα περιλαίμιο με φτερά κατά μεγάλο μέρος κοκκινωπά. Ο π. ζει κοντά σε ακτές πλούσιες σε βλάστηση, κολυμπά και καταδύεται με εξαιρετική ικανότητα και τρέφεται με πολυάριθμα είδη υδρόβιων ζώων. Η περιοχή διάδοσής του περιλαμβάνει μεγάλες εκτάσεις της Ευρασίας, της Αφρικής, της Αυστραλίας και των γειτονικών νησιών. Μεταναστεύει για να διαχειμάσει σε θερμές περιοχές μονάχα όταν φωλιάζει σε μεγάλα υψόμετρα. Κατά τα τέλη της άνοιξης, το στεγανόποδο αυτό κατασκευάζει στην πυκνή βλάστηση μια φωλιά, στην οποία το θηλυκό γεννά 3-5 αβγά· κατά τις πρώτες εβδομάδες της ζωής του τα μικρά μεταφέρονται από τους γονείς, που τα τοποθετούν μέσα στο φτέρωμα της ράχης. Πυγόπους (Colymbus, cristatus). Ζει κοντά σε ακτές και το μέσο μήκος του είναι 53 εκατοστά. Οι πυγόποδες είναι υδρόβια πτηνά που ζουν σε όλες τις ηπείρους εκτός της Αμερικής και πολύ σπάνια μεταναστεύουν.
* * *
-οδος, ὁ, Ν
ζωολ. γένος νυκτόβιων, εντομοφάγων σαυρών τής Αυστραλίας και τής Νέας Γουινέας, με οφιοειδές σώμα χωρίς μέλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pygopus (< πυγή + πούς)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πυγοποδίδες — οι, Ν ζωολ. 1. οικογένεια νυκτόβιων σαυρών 2. οικογένεια κολυμβόμορφων ή πυγόποδων πτηνών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pygopodid < pygopus (βλ. πυγόπους)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”